26 Σεπτεμβρίου 2012

Κακό χωργιό τα λίγα σπίτια.


          Κακό χωργιό τα λίγα σπίτια, 
           είπε κάποια στιγμή ο Κυργιάκος του παπά, σαν την πέσαν όλοι του μπαρμαΣωτήρη του Φωνόπουλου, για να ξουρίσει σώνει και καλά τα γένια  του. Το περασμένο Φθινόπωρο, σαν πιάσαν οι βροχές και σταμάτησε το πελέκι της πεύκας, πως τούρθε του μπαρμπαΣωτήρη να αφήκει γένεια. Δε συνηθιζόταν κάτι τέτοιο στο χωριό. Μόνο ο παπάς άφηνε γένεια και οι καλογέροι και τους απαγορευόταν, όχι μόνο ναντα ξουρίζουν, μα ούτε και ναντα περποιγιούνται. Όταν ήθελαν να πουν κάτι κακό για παπά, λέγανε:"αυτός δεν είν' παπάς. Αυτός θέλει ξούριζμα". Ο παπαΧρήστος, παπάς του χωριού είχε μια γενειάδα πεταχτή προς τα μπρος. Κανένας δεντόλμησε ποτέ να του πει κάτι για τα γένεια του. Πέρα απ' ότι δεν είχαν κάτι να καταλογήσουν σε βάρος του, ήταν και ο πιο χεροδύναμος. Πέταγε το λιθάρι μακρύτερα απ' ούλους και σήκωνε το σακί ταραποσίτι με τόνα χιέρι. Καλογιέρους δεν είχε ακόμα το χωργιό. Πέρναγε κανένας καμιαφορά από το χωριό για διακονιά και τούδιναν οι χριστιανοί ό,τι μπορούσαν. Ούτε που τους πάγαινε στο μυαλό ναντου γυρέψουν να ξουρίσει τα γένεια. Αργότερα μπήκανε στην καλογερική κάποια μπαστιωτόπουλα και μπαστιωτοπούλες. Καλόγεροι γίνανε ο φιλόλογος Γιάννης κι ο φοιτητής νομικής Πάνος, παιδιά μπαρμπαΝιόνιου του Ρήγα. Ο πρώτος νε τόνομα Χρυσόστομος κι ο άλλος με το όνομα Νεκτάριος. Καλόγριες γίνανε η Φώτο, κόρη του μπαρμπαΣωτήρη του Φωνόπουλου και η ... κόρη του ... Η πρώτη με τόνομα ... κι άλλη ...
       Ο μπαρμπαΣωτήρης όμως ήταν άλλη περίπτωση. Οι λα'ι'κοί δεν είχανε και δεν ήπρεπε ναφήνουν γένεια, εξόν κι παγαίναν για παπάδες. Ο μπαρμπαΣωτήρης δεμπάγενε για παπάς. Τουλάιστο δε είχε πεί και δεν είχε ακουστεί κάτι τέτοιο. Έτσι τούρθε και τόκανε. Οικογενειάρχης ήτανε και δε θα ρώταγε τον και τον άλλο τι θα κάνει με ταγένεια του. 
          Πρώτος του την έπεσ' ο κουρέας, ο Μήτσιος ο Παπαδόπουλος. Αυτός ο καφεντζής ήταν και  κουρέας του χωριού. Το κουρείο τόχε μονοπώλειο. Καφενεία υπήρχαν κι άλλα, πιο διασημα.Όπως του Χαρλαμόπουλου. Όλοι περνάγανε από τη μοναδική στο χωριό ξύλινη πολυθρόνα του. Και πως  φχαριστιόταν να σου στραβώνει το σβέρκο αριστερά ή δεξιά και να σ' αφήνει σ΄αυτή τη στάση και να πειράζει τον ένα και τον άλλο, χτυπώντας το ψαλίδι στη τσατσάρα, δε λέγεται. Ήταν και στο κοινοτικό συμβούλιο απο το 1934 και έμπλεκε, βλέπεις, με πολλά νητερέσια. Κιαν κάποιος παραπονιόταν που τον είχε τόση ώρα στραβολαιμιασμένο, χαμπίλωνε τα γιαλιά, σε τήραγε πάνω απ' αυτά και πέταγε και κανα καλαμπούρι. Αυτός ο κουρέας άρχισε το πήραγμα για τα γένεια του ΜπαρμπαΣωτήρη. Δεν πρέπει να τόκανε γιατ' έχανε την πελατεία. Κουρέας ήτανε κι όχι ξουρέας. Όχι πως δεν ξουριζε όσους ήθελαν. Είχε ένα ξουράφι και μια λουρίδα που το τρούχαγε. Πολλοί λίγοι πάντως, ξουρίζονταν. Οι πλειότροι ξουρίζονταν μαναχοί τους, στο σπίτι τους. Και ήταν ο πιο διάσημος του χωριού. Προσπάθησε κι ο Μπρίλος και κούρευε κι αυτός,  αλλά ο μοαρμαΜήτσιος ο Παπαδόπουλος ήταν και θα είναι ο θρυλικός κουρέας του χωριού. 
        Αυτός λοιπόν ο κουρέας - πειραχτήρι -, ξεκίνησε το πείραγμα του μπαρμπαΣωτήρη. Σε λίγο όλο το χωριό  ασχολιόταν με τα γένεια του μπαρμπαΣωτήρη. Αυτό, στο βάθος - βάθος, ευχαριστούσε όχι μόνο τα πειραχτήρια του χωριού, αλλά και τον ίδιο. 
        - Δενεινγκαιλίγο νασχολείται μαζί σου όλο στο χωριό. Οι μαθητές που πήγαιναν στις μεγάλες τάξεις του οχταταξίου Γυμνασίου, πήραν το μέρος του και τον υποστήριζαν. Όλοι ήσαν εναντίον της γενειάδας. Κι ο μπαρμαΣωτήρης το απόλαμβανε. Δεν έπαιρνε το μέρος κανενού. Απλά το απολάμβανε. 
         Καποια στιγμή τα ξούρισε τα γένεια χωρίς πάλι να ρωτήσει κανένα. Πολύ αργότερα ο γιος ο Λιας έξήγησε το πώς και γιατί ξούρισε τα γένεια ο μπαρμπαΣωτήρης. Σαν ήρρθε, λέει, το καλακαίρι ... αυτό που δεν κατάφερε το χωριό, το κατάφερε το πελέκι! Σαν πήγε να πελεκήσει τις πεύκες του, πετιώταν το ρετσίνι στα γένεια  και άιντε ναντο βγάλει. Το τι τράβηξε ο μαύρος για ναντα ξουρίσει, δε λέγεται. Καταράστηκε την ώρα και τη στιγμή που τ' άφηκε.
          Δεν είχε πάει σκολειό και έμαθε να διαβάζει αγοράζοντας μια Π. Διαθήκη. Διαβαζε πολύ δυνατά κι ακουγόταν σ΄όλη τη γειτονιά. Κάποιες φορές ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Γιώρης από το διπλανό σπίτι τον διαβολόστερνε, όχι τόσο γιατί ενοχλούσε, αλλά να, σε τέτοια ηλικία και να συλλαβίζει, δεν του πάγαινε και τόσο καλά. Το φωναχτό διάβασμα ήταν υποχρεωτικό για τα μικρά σκολιαρούδια. Αυτά έπρεπε να διαβάζουν πολύ δυνατά για νακούει και η γιαγιά που βαργιάκουγε και να καμαρώνει που τ' αγκόνι της μάθαινε γράμματα! Έκείνη δε μπόρεσε να πάει σκολείο και ξεστραβωθεί ... Σαν άνοιγε το σχολείο κι άρχιζαν τα μαθήματα, βούιζε όλο το χωριό  από το φωναχτό διάβασμα των παιδιών. Ο μεγαλύτερος αδερφός του μπαρμαΣωτήρη δεν διαβολόστελνε τα παιδιά. Μόνο τον αδερφό του. Ο πατέρας του δεν τούλεγε τίποτα για το φωναχτό διάβασμα τους γιού του. Αφού αυτή τη δουλειά την έκανε ο μεγάλος του γιος, γιατί να πολυσκοτίζεται κι αυτός. Εξ άλλου ήταν πολύ γέρος και ήταν μάταιο να μπερδεύται με τέτοια πράμματα. 
          Ούτε που το ξανασκεύτηκε να αφήκει γένεια ο ΜπαρμπαΣωτήρης. Όμως το φωναχτό διάβασα της Π. Δ. το κράτησε για πολλά χρόνια. Κανένας δεν ασχολιόταν με το φω
ναχτό συλλάβισμα του μπαρμαΣωτήρη.
         Έξι παιδιά ανάστησ' ο μπαρμασωτήρης.  Έφτισε και το εξωκκλήση  του Αϊλιά στον Αϊλιά ...   Έγινε κι ο μεγαλέμπορος του χωριού μετά το 1945 ...
        Και βέβαια οι πρώτοι κάτοικοι του Τελ Μπάστα, του πρώτου οικισμού, που κατασκεύασε στον κόλπο της Άκαμπα ο homo sapiens, σαν ξεμύτισε από την υποΣαχάρια πρωτογέννα περιοχή, νοιώθαν στο πετσί τους το: πόσο καλό ήταν το χωριό με τα λίγα του σπίτια ...